- λαφύσσει
- λαφύσσωswallow greedilypres ind mp 2nd sgλαφύσσωswallow greedilypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαφύσσω — λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α) 1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω 3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω 4. μέσ. λαφύσσομαι (για… … Dictionary of Greek